πολυμάγγανος

πολυμάγγανος
-ον, Μ
(για αθέμιτες σχέσεις) αυτός που συχνά παρασύρει με μαγγανείες, με μάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μάγγανον «μαγικό φίλτρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”